- δόρυ
- Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά, με αιχμή από κόκαλο, πυρόλιθο ή μέταλλο. Από το δ., το οποίο συνήθως χρησιμοποιούσαν σε μάχες που διεξάγονταν στήθος με στήθος, προήλθε αργότερα –χωρίς να το αντικαταστήσει ολοκληρωτικά– ένα ανάλογο αλλά πιο κοντό και λιγότερο βαρύ όπλο, το ακόντιο, το οποίο εκτοξευόταν σε μια ορισμένη απόσταση. Με ακόντια ήταν εξοπλισμένες σημαντικές μονάδες του ελληνικού και του ρωμαϊκού στρατού.
* * *το (AM δόρυ)επιθετικό όπλο, κοντάρι από σκληρό ξύλο με αιχμή χάλκινη στην ομηρική εποχή και αργότερα σιδερένια, τετράγωνη ή φυλλοειδή και μετάλλινο κώνο (σταυρωτήρα) στην άλλη άκρηαρχ.1. ξύλο, κλαδί («δοῡρ' ἐλάτης κέρσαντες» — αφού έκοψαν κλαδιά από έλατο)2. δέντρο («οὔπω τοῑον ἀνήλυθε ἐκ δόρυ γαίης» — δεν φύτρωσε ώς τώρα τέτοιο δέντρο απ' τη γη)3. ξύλο («δούρατα μακρὰ ταμών», «δούρατα πύργων», «δούραθ' ἁμάξης»)4. δοκός πλοίου («δόρυ νήιον», «νήια δοῡρα»)5. πλοίο (δόρυ και «δόρυ εἰνάλιον ἡ ἀμφῆρες» — με κουπιά απ' τις δυο μεριές)6. κουπί7. το κοντάρι, το ξύλινο μέρος τού δόρατος8. το κοντάρι τής σημαίας9. σκήπτρο10. στρατιά11. φρ. α) «εἰς δόρατος πληγήν», «εἰς δόρυ ἀφικνεῑσθαι» — σε απόσταση βολής δόρατοςβ) «ἐπί, παρά, εἰς δόρυ» — προς τα δεξιά («ἐπ' ἀσπίδα» — προς τ' αριστερά)γ) «δουρὶ κτεατίζω» — αποκτώ πλούτη με το δόρυ, με τον πόλεμοδ) «δουρὶ πόλιν πέρθαι» ή «δορὶ ἑλεῑν» — κυριεύω στον πόλεμοε) «καὶ τὸ δόρυ καὶ τὸ κηρύκειον πέμπειν» — προτείνω και πόλεμο και ειρήνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δόρυ ταυτίζεται με το αρχ. ινδ. dāru και το αβεστ. dāuru «ξύλο», εκτός από το -ā- που δεν απαντά σε ΙΕ ρίζα (πρβλ. γόνυ-jānu). Συνδέεται με χεττ. taru «ξύλο» καθώς επίσης και με τοχ. Α', Β' -or- «ξύλο» στο οποίο παραμένει ανεξήγητη η απουσία τού -d- (πρβλ. δάκρυ). Ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *dor-w- που απαντά με τη μορφή *dr-ew στα δένδρον*, δρυς* κ.λπ. Ως α' συνθετικό εμφανίζεται σε πάρα πολλά σύνθετα κυρίως με τον τύπο δο(υ)-ρι- (δοτική οργανική) (πρβλ. δο(υ)ρι-άλωτος, δο(υ)ρί-κλειτος, δο(υ)ρί-κλυτος κ.λπ.). Ενώ σε μικρότερο αριθμό συνθέτων εμφανίζεται με τη μορφή δορυ- (πρβλ. δορυ-σσόος, δουρ-ηνεκές < *δορF-ηνεκές(βλ. διηνεκές). Τέλος, με τη μορφή δουρο- απαντά στο δουροδόκη «θήκη δοράτων» και στο δουροτόμος, που όμως σημαίνει «ξυλοκόπος». Εμφανίζεται επίσης και ως α' συνθετικό σε κύρια ονόματα (πρβλ. Δορύλαος, Δόρυκλος κ.λπ.) καθώς επίσης και με την εκτεταμένη βαθμίδα δωρ- που προέρχεται από τη σίγηση τού -F- μετά από -ρ- (πρβλ. Δωρίμαχος κ.λπ.). Η ίδια μορφή απαντά και ως β' συνθετικό -δωρος (πρβλ. ασχέ-δωρος).ΠΑΡ. δοράτιοαρχ.δορατισμός, δορήιοςμσν.δορατίζω.ΣΥΝΘ. δορατομαχίααρχ.δορατοξόος, δορατοπαχής, δορίγαμβρος, δορικανής, δορίκρανος, δορίκτητος, δορίκτυπος, δορίληπτος, δοριλύμαντος, δοριμανής, δορίμαργος, δοριμήστωρ, δορίπαλτος, δοριπετής, δορίπληκτος, δορίπονος, δοριπτοίητος, δορισθενής, δοριστέφανος, δοριτίνακτος, δορίτολμοςαρχ.-μσν.δορατοφόρος, δοριάλωτος, δοριθήρατος].
Dictionary of Greek. 2013.